- Μεγαρίζοντες
- Μεγαρίζωside with the Megarianspres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαρίζω — (Α) [Μέγαρα] 1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι όπως οι Μεγαρίτες, μιμούμαι τους Μεγαρίτες 2. μιλώ τη μεγαρική διάλεκτο 3. είμαι οπαδός τού Μεγαρικού φιλοσόφου Στίλπωνος 4. επισκέπτομαι τα μέγαρα, δηλ. τα υπόγεια ιερά σπήλαια τής Δήμητρος και τής… … Dictionary of Greek